κλάπα

κλάπα
η (Μ κλάπα, Μ πληθ. και κλάποι, οἱ)
νεοελλ.
1. ξύλινο τεμάχιο ή σιδερένιο έλασμα με το οποίο συνδέονται λίθοι οικοδομής ή σανίδες
2. μετάλλινος μηχανισμός που συγκρατεί τα παραθυρόφυλλα ή τις πόρτες, στρόφιγγα, μεντεσές
3. καθεμιά από τις σανίδες τις οποίες οι χωρικοί τής Μακεδονίας προσδένουν κάτω από τα υποδήματα για να διευκολύνουν τη βάδιση πάνω στα χιόνια
4. καθεμιά από τις παρωπίδες τού αλόγου
5. καθεμιά από τις κλείδες πνευστού μουσικού οργάνου
6. σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης τής πόρτας
7. στον πληθ. οι κλάπες
ξύλινα τεμάχια τα οποία σφηνώνονται μέσα στον τοίχο για να στερεώνονται πάνω τους τα πλαίσια θυρών, παραθύρων κ.λπ.
μσν.
η ποδοκάκκη, όργανο βασανισμού
μσν.-αρχ.
στον πληθ. αἱ κλάπαι (μσν. και οι κλάποι)
οι κορμοί, τα στελέχη
αρχ.
στον πληθ. ξύλινα υποδήματα, τσόκαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < λατ. clava «γόμφος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλάπα — η (λ. λατ.) 1. στρόφιγγα πόρτας, μεντεσές. 2. ο σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης. 3. το σίδερο με το οποίο συνδέονται μεταξύ τους δύο ή περισσότερες σανίδες. 4. η παρωπίδα των αλόγων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • CLAVA — ramus ex utraque parte praecisus, et sic pro fuste et baculo est; ex Graeco κλάδα, quod idem cum κλάδος, ramus, apud Hesych. unde κλάβαν Aeoles fecêre, Latini Clavam. Hinc Clavam Herculis, ramum etiam vocant Latmi Poetae. Propert. Ille etiam Eleo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRALLATOR — apud Plaut. Amphit. Sc. Dii. vestram fidem v. 52, It. Poenul. Sc. 3. Act. 1. v. 27. Vinceretis cervum cursu vel Grallatorem gradu: pro quo in antiquissimis omnibus libris sic reperitur, vel clavatorem gradu. Nempe antiqui alicuius Grammatici… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλάπαι — κλάπαι, αἱ (AM, Μ και κλάποι, οἱ) βλ. κλάπα …   Dictionary of Greek

  • κλάπος — κλάπος, ὁ (Μ) 1. το όργανο βασανισμοὺ ποδοκάκκη 2. γυναικείο ένδυμα που έφερε κεντήματα με σχήμα καρφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλάπα] …   Dictionary of Greek

  • κλαπωτός — κλαπωτός, ή, όν (Μ) [κλάπα] 1. (για ενδύματα) αυτός που φέρει κεντήματα με σχήμα καρφιών 2. χρυσοκέντητος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κλαπωτά φορέματα με κεντήματα σε σχήμα καρφιών 4. φρ. «τέχνη κλαπωτή» η τέχνη τής κατασκευής κλαπωτών …   Dictionary of Greek

  • κλαπώνω — (Μ κλαπώνω) [κλάπα] βάζω τα πόδια κάποιου σε ποδοκάκκη για να τόν βασανίσω …   Dictionary of Greek

  • ρεζές — ο, Ν στρόφιγγα θύρας ή παράθυρου, μεντεσές, κλάπα, μάσκουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. reze] …   Dictionary of Greek

  • clapă — CLÁPĂ, clape, s.f. 1. Fiecare dintre dispozitivele instrumentelor muzicale de suflat, care servesc la închiderea sau la deschiderea unor orificii prin care trece curentul de aer ce produce sunetele; fiecare dintre elementele mobile ale… …   Dicționar Român

  • παρωπίδα — η 1. δερμάτινη πλάκα προσαρμοσμένη με τα χαλινάρια στα πλάγια των ματιών των ζεμένων αλόγων ή μουλαριών, αλλιώς κλάπα. 2. μτφ., στενότητα αντίληψης, στενή, μονόπλευρη, δογματική στάση ανθρώπου απέναντι σε πολλά προβλήματα της ζωής: Αυτός έχει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”